Ἀριστοτέλης

Ἀριστοτέλης
Аристотель (философ)

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Ἀριστοτέλης" в других словарях:

  • Ἀριστοτέλης — masc acc pl (attic epic doric) Ἀριστοτέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἀριστοτέλης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… …   Dictionary of Greek

  • Ωνάσης, Αριστοτέλης — (Σμύρνη 1905 – Παρίσι 1975). Επιχειρηματίας. Γιος πλουσίου καπνεμπόρου της Σμύρνης, έμεινε ορφανός από μητέρα σε ηλικία 5 ετών και φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή. Με την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους (1922) πολλά μέλη του οικογενειακού του… …   Dictionary of Greek

  • Ζάχος, Αριστοτέλης — (Καστοριά 1879 – 1939). Αρχιτέκτονας. Σπούδασε και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στη Γερμανία. Από το 1913 εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην Αθήνα. Ο Ζ. είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις προσπάθειες που κατέβαλε να επιστρέψει η ελληνική… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας, Αριστοτέλης — (Πόμπια Κρήτης 1858 – 1946). Αντιστράτηγος, αγωνιστής της Κρητικής ανεξαρτησίας και των εθνικών απελευθερωτικών αγώνων. Ήταν γιος του αγωνιστή του 1821 Μιχαήλ Κόρακα (βλ. λ.). Το 1873 γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων με τιμητική υποτροφία που του… …   Dictionary of Greek

  • Κούζης, Αριστοτέλης — (1875 – 1961). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία και στη Γαλλία, όπου ασχολήθηκε με την παθολογία και την ιστορία της ιατρικής. Το 1902 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Κουντούροφ, Αριστοτέλης — (Τιφλίδα Γεωργίας 1897 – Αθήνα 1969). Έλληνας μουσουργός. Σπούδασε στα ωδεία της Τιφλίδας και της Μόσχας. Έγραψε πολλές συμφωνίες για ορχήστρα, σουίτες, μουσική δωματίου και μουσική για μπαλέτα. Μεταξύ των έργων του είναι και το μελόδραμα Το… …   Dictionary of Greek

  • Κουρτίδης, Αριστοτέλης — (Μυριόφυτο Θράκης 1858 – Πειραιάς 1928). Λόγιος και παιδαγωγός. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε για τέσσερα χρόνια στη Γερμανία όπου σπούδασε φιλοσοφία,… …   Dictionary of Greek

  • κἀριστοτέλης — Ἀριστοτέλης , Ἀριστοτέλης masc acc pl (attic epic doric) Ἀριστοτέλης , Ἀριστοτέλης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἀριστοτέλης , Ἀριστοτέλης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστοτέλει — Ἀριστοτέλης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἀριστοτέλεϊ , Ἀριστοτέλης masc dat sg (epic ionic) Ἀριστοτέλης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»